Φυσικοθεραπείες & Ρήξη Υπερακανθίου Τένοντα
Το στροφικό πέταλο συνδέει το βραχιόνιο οστούν στην ωμοπλάτη. Το στροφικό πέταλο αποτελείται από 4 τένοντες: του υπερακανθίου, του υπακανθίου, του ελάσσονος στρογγύλου και του υποπλατίου. Οι τένοντες συνδέουν τους μυς με τα οστά. Οι μύες κινούν τα οστά τραβώντας τους τένοντες.
Το στροφικό πέταλο έχει περιοχές με χαμηλή παροχή αίματος. Οι περιοχές αυτές με χαμηλή παροχή αίματος έχουν προδιάθεση για εκφύλιση από τη γήρανση.
Αυτός ο εκφυλισμός λόγω γήρανσης εξηγεί γιατί η ρήξη του στροφικού πετάλου είναι συνήθης βλάβη στους ενήλικες. Αυτό το πρόβλημα του εκφυλισμού, μπορεί να επιταχυνθεί με την επανάληψη του ίδιου τύπου της κίνησης στους ώμους. Επίσης, αυτό μπορεί να συμβεί με τους αθλητές ρίπτες, όπως και στον εργάτη με δραστηριότητες όπου χρησιμοποιεί κατ’ επανάληψη το χέρι πάνω από το κεφάλι του, σε δουλειά ρουτίνας. Αυτό μπορεί να προκαλέσει ρήξη του τενοντίου στροφικού πετάλου από την υπερβολική χρήση.
Η ισχυρή βία, μπορεί επίσης να προκαλέσει ρήξη σ’ ένα αδύναμο στροφικό πέταλο. Αυτό μπορεί να συμβεί από την προσπάθεια κάποιου να πιάσει ένα βαρύ αντικείμενο που πέφτει, ή κατά την άρση ενός αντικειμένου με μεγάλο βάρος,με το χέρι σε έκταση. Μπορεί επίσης, να υπάρξει μια πτώση απευθείας στο ώμο. Ο τυπικός ασθενής με μια εκφυλιστική ρήξη του στροφικού πετάλου είναι στο τέλος της μέσης ηλικίας και συνήθως είχε προβλήματα με τον ώμο του για κάποιο χρονικό διάστημα. O μεσήλικας ασθενής με εξάρθρημα ώμου, είναι πολύ πιθανό να έχει και ρήξη του πετάλου που μπορεί να διαλάθει της προσοχής του ιατρού. Μετά τον τραυματισμό, ο ασθενής συνήθως δεν είναι σε θέση να σηκώσει σε απαγωγή το βραχίονα.
Συνήθως δεν υπάρχει πόνος και αδυναμία στον πληγέντα ώμο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ρήξη μπορεί να είναι μόνον μερικού πάχους. Όσο μεγαλύτερη είναι η έκταση της ρήξης, τόσο περισσότερο προκαλεί αδυναμία.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι τένοντες αποσπώνται από το οστούν τελείως. Μια πλήρης ρήξη καθιστά αδύνατη την μετακίνηση του βραχίονα στο επίπεδο της απαγωγής. Μερικοί ασθενείς αναφέρουν ότι δεν μπορούν να κοιμηθούν στην πάσχουσα πλευρά, λόγω του πόνου.
Ο γιατρός ρωτά για το ιστορικό, τον τραυματισμό, και τον πόνο. Προχωρά σε μια φυσική εξέταση του ώμου. Η φυσική εξέταση είναι η πιο χρήσιμη και αξιόπιστη μέθοδος για την διάγνωση της ρήξης του στροφικού πετάλου. Μια πλήρης ρήξη είναι συνήθως προφανής. Οι ακτινογραφίες δεν δείχνουν τη ρήξη. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα κυρτό ακρώμιο μπορεί να προδιαθέτει σε ρήξη. Επίσης, οι ακτινογραφίες μπορεί να δείξουν μια προς τα άνω μετακίνηση του βραχίονα, που υποδηλώνει μια μαζική ρήξη των τενόντων.
Η μαγνητική τομογραφία (MRI) μπορεί να δώσει πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τον τύπο της βλάβης.
Η αρχική θεραπεία είναι συνήθως ανάπαυση και αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Τα φάρμακα χρησιμοποιούνται κυρίως για τον έλεγχο του πόνου.
Ο φυσιοθεραπευτής μπορεί να προχωρήσει σε ένα πρόγραμμα αποκατάστασης. Ο χειρισμός και οι ασκήσεις χρησιμοποιούνται για να βελτιώσουν το εύρος της κίνησης του ώμου.
Οι ενισχυτικές ασκήσεις βελτιώνουν τη δύναμη και τον έλεγχο των μυών του στροφικού πετάλου. Το πρόγραμμα αποκατάστασης μπορεί να διαρκέσει για 6-8 εβδομάδες. Οι περισσότεροι ασθενείς είναι σε θέση να επανεκτελούν τις δραστηριότητές τους, σε χρονικό διάστημα 8 εβδομάδων.
Η πλήρης ρήξη του τενόντιου στροφικού πετάλου δεν επουλώνεται. Η πλήρης ρήξη συνήθως απαιτεί χειρουργική επέμβαση, εάν ο στόχος είναι η πλήρης λειτουργικότητα του ώμου και επιστροφή σε απαιτητικές δραστηριότητες. Εξαίρεση είναι αυτή που αφορά ηλικιωμένους ασθενείς ή σε ασθενείς που έχουν άλλες ασθένειες που αυξάνουν τους κινδύνους της χειρουργικής επέμβασης.
Η μερικού πάχους ρήξη του τενόντιου πετάλου, συνήθως δεν απαιτεί χειρουργική αποκατάσταση. Αν υπάρχει μία τέτοια μερική ρήξη, ο χειρουργός κατά πάσα πιθανότητα θα θέλει να δώσει τη δυνατότητα ώστε, η χρονική βιολογία της επούλωσης να δράσει από μόνη της. Αλλά αν δεν μπορεί να επιτευχθεί αυτό και ο ασθενής συνεχίζει να πονάει, τότε το ενδεχόμενο της χειρουργικής επέμβασης επανεκτιμάται.
Μικρές ρήξεις μερικές φορές μπορεί να χρειάζονται ένα μικρότερο χειρουργείο όπως η αρθροσκόπηση. Ο χειρουργός μέσω του αρθροσκοπίου καθαρίζει τα ράκη των ινών και με ράμματα επανασυρράπτει τον τένοντα αποκαθιστώντας τη τάση του και την εμβιομηχανική του.
Σε μερικές ρήξεις του τενόντιου πετάλου, η χειρουργική επέμβαση μπορεί να περιλαμβάνει την έκπλυση, αφαίρεση των συμφύσεων και την αρθροσκοπική ακρωμιοπλαστική. Στην ακρωμιοπλαστική, το πρόσθιο τμήμα του ακρωμίου λειαίνεται με ένα κοπτικό εργαλείο και διαμορφώνεται έτσι ώστε, να υπάρχει μία λεία και επίπεδη επιφάνεια πάνω από τον τένοντα.
Ο χειρουργός με μικροσκοπικά εργαλεία, αφαιρεί όλους τους εκφυλισμένους ιστούς. Ο τένοντας στη συνέχεια ράβεται κατά συνέχεια του ιστού σε υγιή και αιμάσσοντα όρια. Ο τένοντας καθηλώνεται στο οστούν αν κρίνεται αναγκαίο και επουλώνεται με την πάροδο του χρόνου.
Σε αυτή τη περίπτωση γίνεται χρήση ενός εμφυτεύματος στο οστούν, που ονομάζεται οστική άγκυρα. Αυτή βιδώνεται στο οστούν ενώ, τα ράμματα που εξέχουν από αυτήν οδηγούνται με ειδικά εργαλεία μέσα από τους τένοντες που έχουν ραγεί. Στη συνέχεια δημιουργούμε ολισθαίνοντα ή μη κόμπο που τον οδηγούμε στο σημείο της ρήξης.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ανοικτή χειρουργική τεχνική είναι αναγκαία. Οι περιπτώσεις αυτές είναι ως επί το πλείστον, μαζικές ρήξεις όπου ένας τένοντας χρειάζεται μεταμόσχευση ή όταν οι δεξιότητες του χειρουργού στην αρθροσκοπική τεχνική είναι ανεπαρκείς.
Ακόμη και αν η απόφαση είναι συντηρητική θεραπεία, ένα πρόγραμμα ασκήσεων αποκατάστασης είναι αναγκαίο. Ο γιατρός συζητά το πρόβλημα με τον φυσιοθεραπευτή. Μαζί εξατομικεύουν το πρόγραμμα στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Η αποκατάσταση του στροφικού πετάλου μετά τη χειρουργική επέμβαση μπορεί να είναι μια αργή διαδικασία. Ακόμη και αν η επιλογή είναι η αρθροσκοπική τεχνική, η βιολογία της επούλωσης των τενόντων στην επαφή με το οστούν είναι η ίδια όπως και στην ανοικτή χειρουργική επέμβαση. Η διαδικασία της επούλωσης αυτής θα διαρκέσει τρεις μήνες. Στο διάστημα αυτό, η προφύλαξη του αρρώστου από συγκεκριμένες κινήσεις είναι επιβεβλημένη. Ωστόσο, αυτό πρέπει να εξισορροπηθεί με την ανάγκη της κινητοποίησης σε ορισμένο ασφαλές επίπεδο, για να αποφευχθεί τυχόν δυσκαμψία.